κρυφοδαγκάνω

κρυφοδαγκάνω
και κρυφοδαγκώνω
1. (για σκύλο) δαγκώνω κρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα
2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τόν θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυφοδαγκάνω — κρυφοδάγκασα, κρυφοδαγκάθηκα, κρυφοδαγκαμένος 1. για τα σκυλιά, δαγκάνω κρυφά. 2. βλάφτω κάποιον ύπουλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδάγκαμα — και κρυφοδάγκωμα, το [κρυφοδαγκάνω] 1. κρυφό και ύπουλο δάγκωμα 2. (μτφ) ύπουλη ενέργεια που αποβλέπει στη ζημιά κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδαγκανιάρης — α, ικο [κρυφοδαγκάνω] 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδακώ — κρυφοδακῶ, άω (Μ) 1. κρυφοδαγκάνω, δαγκάνω κρυφά, ύπουλα 2. μτφ. βλάπτω ύπουλα ή θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + δακώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”